- λαμπρυντής
- λαμπρ-υντής, οῦ, ὁ,A bearing oneself proudly,
ἵππος Antisth.
ap. D.L. 6.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἵππος Antisth.
ap. D.L. 6.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαμπρυντής — bearing oneself proudly masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμπρυντής — ο (Α λαμπρυντής) [λαμπρύνω] αυτός που δοξάζει, που προσδίδει αίγλη σε κάτι νεοελλ. 1. αυτός που κάνει κάτι να λάμπει 2. στιλβωτής παπουτσιών … Dictionary of Greek